- τουτεῖ
- τουτεῖ (perispom. acc. to A.D.Synt.238.9, but apparently τουτεί in codd.), [dialect] Dor. Adv.A here, IG42(1).122.25 (Epid., iv B. C.), 9(1).977.3 (Corc., iii B. C.), Theoc.5.45, 103: but τουτει prob. = τουτί in
τουτει καλύπτει μνῆμα Μελανώπου δέμας Supp.Epigr.4.192
(Halic., i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.